- προμήθεια
- Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη.
* * *η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάθεια, και ιων. τ. προμηθίη και σε τραγωδ. προμηθία, Α [προμηθής]νεοελλ.1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προμηθεύω, ο εφοδιασμός («οι απαραίτητες προμήθειες για την εκδρομή έγιναν»)2. αυτό που προμηθεύεται κανείς, το αποθηκευμένο υλικό3. η αμοιβή που καταβάλλεται σε νομικά ή σε φυσικά πρόσωπα, όπως μεσίτες, εμπορικούς αντιπροσώπους, τράπεζες για εμπορικής φύσεως διαμεσολάβησή τους4. φρ. «κρατικές προμήθειες» — οι αγορές υλικών που πραγματοποιεί το δημόσιο για την κάλυψη τών αναγκών τών υπηρεσιών του σε αναλώσιμα προϊόντα, οι οποίες γίνονται με το σύστημα τών μειοδοτικών διαγωνισμών που προκηρύσσει η ειδική Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών τού υπουργείου Εμπορίουαρχ.1. πρόβλεψη, πρόνοια («ἀγαθόν τι πρόνοον εἶναι, σοφὸν δὲ ἡ προμηθίη», Ηρόδ.)2. φρ. «ἐν πολλῇ προμηθείᾳ, ἔχω τινά» — έχω κάποιον σε μεγάλη υπόληψη, εκτιμώ κάποιον πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.